χλαμυδιώδη

χλαμυδιώδη
τα, Ν
(μικρβλ.) τα χλαμύδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chlamydiales].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χλαμύδιο — το / χλαμύδιον, ΝΜΑ [χλαμύς, ύδος] νεοελλ. 1. βοτ. το απλό ή διπλό περιάνθιο ενός άνθους 2. στον πληθ. τα χλαμύδια α) βοτ. τα υμενώδη περιβλήματα τού σπέρματος τών φυτών β) (μικρβλ.) ομάδα ή, κατ άλλους, τάξη αρνητικών κατά Γκραμ παρασιτικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”